- ἀβαρές
- ἀβαρήςwithout weightmasc/fem voc sgἀβαρήςwithout weightneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας … Dictionary of Greek
αβαρή ρευστά — Στη φυσική, στοιχεία που πίστευαν άλλοτε ότι υπάρχουν ανάμεσα σε δύο ουσίες και με τα οποία εξηγούσαν διάφορα φαινόμενα (ηλεκτρικά, φωτεινά, μαγνητικά, θερμογόνα)· πίστευαν δηλαδή ότι για να έχουμε ένα τέτοιο φαινόμενο, που είναι αποτέλεσμα… … Dictionary of Greek